- χέρρων
- χέρσοςdry landfem gen pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek
ĝher-6 (ĝherǝ- : ĝhrē-?) — ĝher 6 (ĝherǝ : ĝhrē ?) English meaning: short, small Deutsche Übersetzung: “kurz, klein, gering” (also “knapp become, fehlen, nötig sein”?) Material: Gk. χείρων (Eol. χέρρων) from *χερι̯ων “bad”, in addition superl. χείριστος… … Proto-Indo-European etymological dictionary